- βρώσιμος
- -η, -οο φαγώσιμος: Δεν υπήρχαν άλλα βρώσιμα παρά ψωμί και ελιές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρώσιμος — eatable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώσιμος — η, ο (AM βρώσιμος, ον) [βρώσις] ο κατάλληλος να φαγωθεί, φαγώσιμος … Dictionary of Greek
βρώσιμον — βρώσιμος eatable masc/fem acc sg βρώσιμος eatable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωσίμοις — βρώσιμος eatable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωσίμους — βρώσιμος eatable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωσίμων — βρώσιμος eatable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώσιμα — βρώσιμος eatable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώσιμοι — βρώσιμος eatable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
снедный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. βρώσιμος) употребляемый или годный в пищу. … … Словарь церковнославянского языка
εδανός — (I) ἑδανός, ή, όν (Α) (για το λάδι) εύγευστος, λαμπρός (πρβλ. και ηδανός). (II) ἐδανός, ή, όν (Α) 1. βρώσιμος, φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδανόν η τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εδ τού έδω*] … Dictionary of Greek